Η νεοσυντηρητική στρατηγική που έχει στόχο την επιβολή της αμερικανικής ηγεμονίας σε όλο τον κόσμο χωρίζεται σε διάφορα στάδια. Το πρώτο είναι να προσπαθήσει να επιβάλει κυβερνήσεις πιστές στα συμφέροντα της Ουάσινγκτον, μέσω ενός συνδυασμού οικονομικών, διπλωματικών και στρατιωτικών πιέσεων. Αυτοί οι πόλεμοι και οι εκστρατείες εξαπολύονται υπό τον τίτλο του «εκδημοκρατισμού», αλλά ταχύτατα αυτοί οι δημοκρατικοί ισχυρισμοί αντικαθίστανται από απλά πραξικοπήματα που δεν προσπαθούν να κρύψουν τον μοναδικό τους στόχο: την εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης πιστής στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό το στάδιο ολοκληρώνεται με μια ξεκάθαρη αποτυχία και οι ΗΠΑ προχωρούν στο επόμενο: βάρβαρη αποσταθεροποίηση, μια πολιτική χάους και ακόμη και διάλυσης του κράτους, όπως μαρτυρούν το Αφγανιστάν και το Ιράκ, και με λιγότερο ριζοσπαστικό τρόπο, και ο Λίβανος επίσης, μετά το φιάσκο της ισραηλινής επίθεσης ακριβώς πριν από ένα χρόνο.
Λόγω της βολικής για την Ουάσινγκτον ισορροπίας δυνάμεων, το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα είναι ολοφάνερα το εργαστήριο αυτής της αμερικανό/ισραηλινής στρατηγικής και είναι γι’ αυτό αρκούντως χρήσιμο να αναλυθεί το χρονολόγιο της νεοσυντηρητικής επίθεσης σ’ αυτή την αρένα.
Αυτή η επίθεση είχε ήδη σχεδιαστεί προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 από think tanks στις οποίες μια σχετικά μικρή ομάδα ισραηλινών και αμερικανών νεοσυντηρητικών επιχειρούσαν με πάσα σύμπνοια υπό την καθοδήγηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου και των στενών αμερικανών συμβούλων του. Ο στόχος αυτής της στρατηγικής ήταν να παρθούν πίσω τα (περιορισμένα) επιτεύγματα του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος, τόσο στο επίπεδο αναγνώρισης όσο και σ’ εκείνο της πολιτικής αυτονομίας. Η νέα «κονκισταδόρικη» στρατηγική ξεκίνησε όταν η διαδικασία του από-εποικισμού –στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη- φαινόταν να βρίσκεται στην αιχμή της. Ωστόσο στην πραγματικότητα, η διαδικασία του Όσλο που έδωσε υλική υπόσταση σ’ αυτόν τον πολύ μερικό από-εποικισμό, εφαρμόστηκε τη στιγμή ακριβώς που ο κόσμος έκανε τη μετάβαση από ένα μεγάλο κύμα από-εποικισμού (1945-1990) σε μια νέα εποχή επανεποικισμού. Η διαδικασία του Όσλο είναι το κύκνειο άσμα αυτής της εποχής του από-εποικισμού, αλλά οι δομικές της αδυναμίες και η ταχεία αποτυχία της πιστοποιούν ότι ήταν ήδη πολύ αργά: η «πλανητική-νέα κονκισταδόρ» βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν.
Μετά τη δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν, ο Νετανιάχου (ισραηλινός πρωθυπουργός, 1996-1998) ξεκίνησε μια διεθνή καμπάνια απονομιμοποίησης του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος και του ηγέτη του, Γιάσερ Αραφάτ (η «καμπάνια της τρομοκρατίας»), τότε ο Εχούντ Μπαράκ (ισραηλινός πρωθυπουργός, 1999-2000) σαμπόταρε τη διαπραγματευθείσα πολιτική διαδικασία και ξεκίνησε τη στρατιωτική επανακατάκτηση, που θα ολοκληρωνόταν με τον πιο βάρβαρο και αιματηρό τρόπο από τον Αριέλ Σαρόν (ισραηλινός πρωθυπουργός, 2000-2004).
Μόνο αφότου κατόρθωσε να διαλύσει το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα και τις δομές του στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη αποπειράθηκε η ισραηλινή ηγεσία να επιβάλει μια παλαιστινιακή ηγεσία που θα ήταν πιστή στα συμφέροντα και τα σχέδιά της, με τον Μαχμούντ Αμπάς (Αμπού Μάζεν) στην κορυφή της. Οι στενοί ιστορικοί δεσμοί του Αμπού Μάζεν με το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα (ήταν ένας εκ των ιδρυτών της Φατάχ) και η αδύναμη προσωπικότητά του τον κατέστησαν ανάξιο εμπιστοσύνης ως πραγματικό συνεργάτη, παρά την τάση του να κάνει τεράστιους συμβιβασμούς (οι οποίες συχνά συνόρευαν με την απλή συνεργασία). Γι’ αυτό αρχικά αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει την αμερικανό-ισραηλινή συμβουλή (διαταγές) να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο και προσπάθησε να κάνει συμβιβασμούς ανάμεσα στην αποδυνάμωση της ικανότητας αντίστασης των Παλαιστινίων και τη διατήρηση της ακεραιότητας της παλαιστινιακής κοινωνίας και του εθνικού κινήματος.
Συνέπεια των δισταγμών του Αμπού Μάζεν, η Ουάσινγκτον αποφάσισε να κινηθεί στο δεύτερο στάδιο και να παίξει το χαρτί του πραξικοπήματος μέσω του ανθρώπου της στην παλαιστινιακή ηγεσία, του πρώην αρχηγού της Προληπτικής Ασφάλειας στη Γάζα, Μοχάμεντ Νταχλάν. Το αποπειραθέν πραξικόπημα του Νταχλάν ήταν, ωστόσο, ένα καθολικό φιάσκο: μέσα σε λιγότερες από έξι ώρες ηττήθηκε από τις πολιτοφυλακές της Χαμάς, οι οποίες υποστηρίζονταν από τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού στη Λωρίδα της Γάζας. Ο Νταχλάν και οι συμμορίες του αναγκάστηκαν να αποδράσουν από τη Λωρίδα της Γάζας, η οποία τιμωρήθηκε άμεσα με ακόμη πιο σφικτή πολιορκία, απειλώντας έτσι έναν ολόκληρο πληθυσμό με λιμοκτονία.
Η αποτυχία του Νταχλάν εξανάγκασε την Ουάσινγκτον να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στον Αμπάς, ο οποίος τώρα συναίνεσε να συνεργαστεί στα αντίποινα εις βάρος των κατοίκων της Γάζας και στην καταστολή των αγωνιστών της Χαμάς και των θεσμών της στη Δυτική Όχθη. Ο Μαχμούντ Αμπάς χάνει την όποια εναπομείνασα νομιμότητα κατείχε συμφωνώντας να εγκαθιδρύσει κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης εναντίον της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία εκλέχθηκε δημοκρατικά από το παλαιστινιακό κοινοβούλιο, αποδεχόμενος όπλα και χρήματα από την Ουάσινγκτον για να πολεμήσει το μεγαλύτερο πολιτικό κίνημα τόσο στη Γάζα όσο και στη Δυτική Όχθη, παίζοντας το ισραηλινό παιχνίδι της επιλεκτικής απελευθέρωσης πολιτικών κρατουμένων, αλλά, πάνω απ’ όλα, συνεργαζόμενος με το σχέδιο διχοτόμησης μεταξύ «Χαμαστάν» στη Γάζα και ενός φερόμενου «Φαταχστάν» στη Δυτική Όχθη.
Μπορεί ακόμη και να χάσει τη ζωή του: ο παλαιστινιακός πληθυσμός διαθέτει ένα πολύ ισχυρό πατριωτικό αίσθημα και σίγουρα δεν συμπαθεί τους συνεργάτες. Ο Αμπού Μάζεν θεωρείται πλέον από πολλούς ως τέτοιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου