O Ramzy Baroud είναι Παλαιστίνιο-Αμερικανός συγγραφέας, το τελευταίο βιβλίο του: The Second Palestinian Intifada: A Chronicle of a People's Struggle (Pluto Press,
Όταν τα μέλη της Χαμάς εξελέγησαν ως το πλειοψηφικό κομμάτι του Παλαιστινιακού Νομοθετικού Συμβουλίου και καθώς γινόταν φανερό ότι το αμερικανοκίνητο διεθνές εμπάργκο θα ήταν το συνοδευτικό τίμημα αυτής της νίκης, επικοινώνησα με πολλούς διανοούμενους και συγγραφείς στην Παλαιστίνη, κυρίως εκείνους που συχνά αυτοπαρουσιάζονταν ως τμήμα της Παλαιστινιακής Αριστεράς. Τους ζήτησα να συνασπιστούν πίσω από τη συλλογική επιλογή του παλαιστινιακού λαού και να θωρακίσουν την παλαιστινιακή δημοκρατία με κάθε κόστος.
Μια παράγραφος της έκκλησής μου ήταν η ακόλουθη:
«Αυτή είναι η πρώτη φορά στην ιστορία μας που μια ηγεσία επιλέγεται μέσα από μας για να οδηγήσει μπροστά την πορεία, επιλεγμένη από τους δυναστευμένους, τους φτωχούς και τους στερημένους μας. Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις ότι το τωρινό κοινοβούλιο αποτελεί έκφραση μιας πραγματικά δημοκρατικής εμπειρίας από τη στιγμή που καμιά πραγματική δημοκρατία δεν μπορεί να ριζώσει υπό κατοχή, και είμαι εξίσου ξεκάθαρος αναφορικά με το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν εκπροσωπεί παρά μια μειονότητα του λαού μας, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι ενέχει μεγάλες ελπίδες η θέαση προσφύγων, μελών ταπεινών οικογενειών, δασκάλων και μελών της εργατικής τάξης να διεκδικούν τη δίκαιη θέση τους ως ηγέτες της κοινότητας. Ασχέτως με το πώς επιθυμούν οι ΗΠΑ να ερμηνεύσουν μία τέτοια συλλογική πράξη, είναι σημαντικό να την υπερασπιστούμε αρθρώνοντας την πραγματικότητα στην Παλαιστίνη ακριβώς όπως είναι, όχι όπως την αναπαριστούν με τέτοια ετοιμότητα τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης».
Αυτό αναφερόταν στην αρχική μου αίσθηση ότι η κυβέρνηση της Χαμάς έχανε τη μάχη στο μέτωπο των μέσων ενημέρωσης. Ο λόγος ήταν απλός: δεν διέθεταν ούτε την εμπειρία ούτε την αμερόληπτη φόρμουλα να φτάσουν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ώστε να αρθρώσουν τη θέση τους με πειστικό τρόπο ή μορφή. Γνωρίζοντας το γεγονός αυτό και γνωρίζοντας επίσης την πολιτική πόλωση στην Παλαιστίνη, φοβόμουν ότι η μάχη της εκφοράς του λόγου θα σχηματοποιούνταν γύρω από το ζήτημα Χαμάς εναντίον Φατάχ, ή ισλαμική κυβέρνηση εναντίον εκκοσμίκευσης, όπως έγινε πράγματι.
Ως άνθρωπος που αυτοπροσδιορίζεται ως κοσμικός ανθρωπιστής, δεν μεθερμήνευσα την αντιπαράθεση στην Παλαιστίνη ως τέτοια, και πιστεύω ότι η πλειονότητα των παλαιστινίων διανοουμένων στη Διασπορά –κάτι για το οποίο είμαι εξαιρετικά περήφανος- χρησιμοποίησαν επίσης μια αντίστοιχη λογική: η αντιπαράθεση κατ’ εμέ ήταν εκείνη της γνήσιας δημοκρατίας που αντιμετωπίζει την πρόωρη αποτυχία ως αποτέλεσμα μιας πιο κυνικής ένωσης στην οποία συμμάχησαν πολλές κυβερνήσεις, το Ισραήλ και διεφθαρμένοι Παλαιστίνιοι. Μολαταύτα η οργισμένη απάντηση ήταν κατανοητή. Η παλαιστινιακή ψήφος ήταν μια συλλογική πράξη επικών διαστάσεων που εκρίζωσε, σχεδόν αυτοστιγμεί, την κωμωδία της κυβέρνησης Μπους για το Δημοκρατικό Σχέδιο της Μεγάλης Μέσης Ανατολής, προέκταση του παλιού Νέου Σχεδίου για τη Μέση Ανατολή στα τέλη του 1990. Η αμερικανική κυβέρνηση «έραψε» ένα συγκεκριμένο σχέδιο, που περιλάμβανε μια προσχηματική δημοκρατία που θα υπηρετούσε τα μακρόπνοα συμφέροντά της στην περιοχή και θα παρουσιαζόταν ως προστάτης της λαϊκής βούλησης για πολλά χρόνια στο μέλλον, τώρα που οι διακηρυγμένοι στόχοι της στο Ιράκ απέτυχαν ολοσχερώς.
Εσωτερικά, οι εκλογές σήμαιναν επίσης ότι οι Παλαιστίνιοι –τρομοκρατημένοι εδώ κι έξι δεκαετίες από τον ισραηλινό στρατό, και τελευταία από τα, με ισραηλινή υποστήριξη, παλαιστινιακά τμήματα «ασφάλειας» και των πολέμαρχων αφεντικών τους- εξακολουθούσαν να έχουν τη δύναμη να πολεμήσουν και να επιμείνουν στο δικαίωμά τους να αψηφούν το στάτους κβο. Ήταν μία από τις πιο κραταιές μη-βίαιες νίκες που πέτυχε ο παλαιστινιακό λαός, συγκρινόμενη μόνο με τον Πρώτο Ξεσηκωμό του 1987.
Μετά τις εκλογές, η ηγεσία του κινήματος επέμεινε στη διακυβέρνηση σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατίας και της κοινωνίας πολιτών και σύντομα απεύθυνε εκκλήσεις προς όλες τις παλαιστινιακές ομάδες να συμμετάσχουν στον σχηματισμό μιας κυβέρνησης ενότητας.
Η Φατάχ αρνήθηκε. Αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη. Αλλά γιατί η λεγόμενη Παλαιστινιακή Αριστερά αρνήθηκε επίσης να συμμετάσχει στην κυβέρνηση – παρά την αμελητέα λαϊκή απήχηση στις μάζες που έχει μεταξύ των Παλαιστινίων- μια πράξη που θα μπορούσε να έχει υπηρετήσει την παλαιστινιακή δημοκρατία με περισσότερους από έναν τρόπους;
Τις πρώτες εβδομάδες και μήνες, μετά τη μοναχική άνοδο της Χαμάς στην εξουσία το Μάρτιο του 2006, αρχίσαμε να βλέπουμε αξιοσέβαστους παλαιστινίους διανοούμενους να προβαίνουν σε ανησυχητικές δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης, εξαπολύοντας επιθέσεις στη Χαμάς ωσάν να ήταν ξένο σώμα, φερμένο από την Τεχεράνη και έτσι συνεπώς επικυρώνοντας το διεθνές εμπάργκο. Είχα κατά καιρούς βρεθεί στο ίδιο πάνελ ομιλητών με πολλούς απ’ αυτούς τους ανθρώπους, με περηφάνια, σε διεθνή φόρα. Ορισμένοι αυτοπροσδιορίζονταν ακόμη και ως σοσιαλιστές και έβγαζαν φλογερούς λόγους για το συλλογικό αγώνα εναντίον του διεθνούς ιμπεριαλισμού και για την ανάγκη να ενεργοποιηθεί η κοινωνία πολιτών στον αγώνα ενάντια στην αδικία και πάει λέγοντας. Η νίκη της Χαμάς είχε πράγματι εκθέσει το χάσμα μεταξύ λόγων και έργων, μεταξύ εθνικών προτεραιοτήτων και ιδεολογικών ή ακόμη και προσωπικών δυσκαμψιών και φραγμών. Όταν η Χαμάς εισήλθε σε γύρους συνομιλιών με παλαιστινιακές «σοσιαλιστικές» ομάδες, ήμουν σίγουρος ότι οι τελευταίες θα εκτιμούσαν ορθά την ένταση της πρόκλησης και θα έπαιρναν μέρος σε μια κυβέρνηση ενότητας ακόμη κι αν η συμμαχία με μια θρησκευτική ομάδα δεν συνάδει με τις αρχές τους συνολικά. Σκεφτόμουν, η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη για να σταθούν εμπόδιο επιδερμικά μανιφέστο και κομματικά προγράμματα. Έκανα λάθος.
Μετά την ένοπλη αντίσταση της δεκαετίας του 1970 στη Γάζα, υπό την καθοδήγηση εν μέρει, διαφόρων σοσιαλιστικών ομάδων, δεν υπήρξε πραγματικά αριστερά με λαϊκή απήχηση που να έλκει μεγάλα τμήματα της παλαιστινιακής λαϊκής φαντασίας. Αν και ορισμένες απ’ αυτές τις ομάδες τήρησαν πραγματικές θέσεις αρχών αντιτιθέμενες στο Όσλο για παράδειγμα, παρέμειναν εν πολλοίς περιορισμένες στα πανεπιστήμια, κι εντοπίζονταν στα αστικά κέντρα ως καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι της μεσαίας –και ορισμένες φορές της ανώτερης- τάξης.
Η περίεργη τροπή είναι ότι η Χαμάς, μ’ έναν ορισμό μέσα από την πράξη, είναι πολύ πιο κοντά στις σοσιαλιστικές αρχές απ’ ότι οι αστοί «σοσιαλιστές» διανοούμενοι.
Υπερασπίζοντας τη Χαμάς και τη δημοκρατική βούληση των Παλαιστινίων σχεδόν καθόλου δεν ένιωσα ότι παρέκαμπτα τις δικές μου αρχές. Η επιστολή μου προς την Παλαιστινιακή Αριστερά δεν προκάλεσε σχεδόν καμία απάντηση, η επικοινωνία μου με προοδευτικούς ανθρώπους στη Δύση ήταν πολύ πιο ενθουσιώδης. Τώρα που ο διχασμός ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φατάχ έχει σχεδόν εξελιχθεί επίσης και σε γεωγραφική διάσπαση –ολοκληρωτική απομάκρυνση από τον παλαιστινιακό εθνικό στόχο- πολλοί στην Αριστερά εξακολουθούν να παπαγαλίζουν παλιά μάντρα (θρησκευτικά κείμενα από τις Βέδες), εξακολουθούν να αγωνίζονται για άσχετες εμφανίσεις στο BBC, εξαπολύοντας απαιτήσεις από τη Χαμάς και χρησιμοποιούν όρους όπως «πραξικόπημα ενάντια στην παλαιστινιακή δημοκρατία».
Κατ’ αρχάς σχεδόν δεν υπήρχε Παλαιστινιακή Αριστερά, έχασαν τη μοναδική ευκαιρία που θα μπορούσε να τους έχει εντάξει στο σκηνικό και τώρα συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται το στάτους κβο, προβάλλοντας ως οι σώφρονες μέσα σ’ έναν ωκεανό κουτεντέδων: ο ακριβής ορισμός του διανοουμενίστικου ελιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου